Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατοικίδιος
κατοικίζω
κατοίκισις
κατοικοδομέω
κατοικονομέω
κάτοικος
κατοικοφθορέω
κατοικτείρω
κατοικτίζω
κατοίκτισις
κατοιμώζω
κατοίχομαι
κατοκνέω
κατοκωχή
κατοκώχιμος
κατολισθάνω
κατόλλυμι
κατολολύζω
κατολοφύρομαι
κατομβρέομαι
κατόμνυμι
View word page
κατοιμώζω
κατοιμώζω fut. ώξομαι to bewail, lament, Eur.
ShortDef
to bewail, lament
Debugging
Headword:
κατοιμώζω
Headword (normalized):
κατοιμώζω
Headword (normalized/stripped):
κατοιμωζω
IDX:
17540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17557
Key:
katoimw/zw
Data
{'content': 'κατοιμώζω\n fut. ώξομαι\n to bewail, lament, Eur.', 'key': 'katoimw/zw'}