Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατοικία
κατοικίδιος
κατοικίζω
κατοίκισις
κατοικοδομέω
κατοικονομέω
κάτοικος
κατοικοφθορέω
κατοικτείρω
κατοικτίζω
κατοίκτισις
κατοιμώζω
κατοίχομαι
κατοκνέω
κατοκωχή
κατοκώχιμος
κατολισθάνω
κατόλλυμι
κατολολύζω
κατολοφύρομαι
κατομβρέομαι
View word page
κατοίκτισις
κατοίκτισις from κατοικτίζω κατ-οίκτῐσις, εως compassion, Xen.
ShortDef
compassion
Debugging
Headword:
κατοίκτισις
Headword (normalized):
κατοίκτισις
Headword (normalized/stripped):
κατοικτισις
IDX:
17539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17556
Key:
katoi/ktisis
Data
{'content': 'κατοίκτισις\n from κατοικτίζω\n κατ-οίκτῐσις, εως\n compassion, Xen.', 'key': 'katoi/ktisis'}