Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατοικητήριον
κατοικία
κατοικίδιος
κατοικίζω
κατοίκισις
κατοικοδομέω
κατοικονομέω
κάτοικος
κατοικοφθορέω
κατοικτείρω
κατοικτίζω
κατοίκτισις
κατοιμώζω
κατοίχομαι
κατοκνέω
κατοκωχή
κατοκώχιμος
κατολισθάνω
κατόλλυμι
κατολολύζω
κατολοφύρομαι
View word page
κατοικτίζω
κατοικτίζω fut. σω = κατοικτείρω Soph.:—Mid. to bewail oneself, utter lamentations, Hdt., Aesch.; so in aor1 pass. κατῳκτίσθην, Eur.;—c. acc. rei, as in Act., Aesch. Causal, to excite pity, Soph.

ShortDef

to bewail oneself, utter lamentations

Debugging

Headword:
κατοικτίζω
Headword (normalized):
κατοικτίζω
Headword (normalized/stripped):
κατοικτιζω
IDX:
17538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17555
Key:
katoikti/zw

Data

{'content': 'κατοικτίζω\n fut. σω\n = κατοικτείρω\n Soph.:—Mid. to bewail oneself, utter lamentations, Hdt., Aesch.; so in aor1 pass. κατῳκτίσθην, Eur.;—c. acc. rei, as in Act., Aesch.\n Causal, to excite pity, Soph.', 'key': 'katoikti/zw'}