Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατοίκησις
κατοικητήριον
κατοικία
κατοικίδιος
κατοικίζω
κατοίκισις
κατοικοδομέω
κατοικονομέω
κάτοικος
κατοικοφθορέω
κατοικτείρω
κατοικτίζω
κατοίκτισις
κατοιμώζω
κατοίχομαι
κατοκνέω
κατοκωχή
κατοκώχιμος
κατολισθάνω
κατόλλυμι
κατολολύζω
View word page
κατοικτείρω
κατοικτείρω fut. ερῶ to have mercy or compassion on, τινά Hdt., Soph., Eur., etc. intr. to feel or shew compassion, Hdt.
ShortDef
to have mercy
Debugging
Headword:
κατοικτείρω
Headword (normalized):
κατοικτείρω
Headword (normalized/stripped):
κατοικτειρω
IDX:
17537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17554
Key:
katoiktei/rw
Data
{'content': 'κατοικτείρω\n fut. ερῶ\n to have mercy or compassion on, τινά Hdt., Soph., Eur., etc.\n intr. to feel or shew compassion, Hdt.', 'key': 'katoiktei/rw'}