Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κάτοιδα
κατοικέω
κατοίκησις
κατοικητήριον
κατοικία
κατοικίδιος
κατοικίζω
κατοίκισις
κατοικοδομέω
κατοικονομέω
κάτοικος
κατοικοφθορέω
κατοικτείρω
κατοικτίζω
κατοίκτισις
κατοιμώζω
κατοίχομαι
κατοκνέω
κατοκωχή
κατοκώχιμος
κατολισθάνω
View word page
κάτοικος
κάτοικος κάτ-οικος, a settler, Aesch.
ShortDef
a settler
Debugging
Headword:
κάτοικος
Headword (normalized):
κάτοικος
Headword (normalized/stripped):
κατοικος
IDX:
17535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17552
Key:
ka/toikos
Data
{'content': 'κάτοικος\n κάτ-οικος,\n a settler, Aesch.', 'key': 'ka/toikos'}