Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατιθύνω
κατιλύω
κατισχναίνω
κατισχύω
κατίσχω
κάτοιδα
κατοικέω
κατοίκησις
κατοικητήριον
κατοικία
κατοικίδιος
κατοικίζω
κατοίκισις
κατοικοδομέω
κατοικονομέω
κάτοικος
κατοικοφθορέω
κατοικτείρω
κατοικτίζω
κατοίκτισις
κατοιμώζω
View word page
κατοικίδιος
κατοικίδιος κατ-οικίδιος, ον living in or about a house, domestic, οἱ κατοικίδιοι home birds, Luc.
ShortDef
living in
Debugging
Headword:
κατοικίδιος
Headword (normalized):
κατοικίδιος
Headword (normalized/stripped):
κατοικιδιος
IDX:
17530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17547
Key:
katoiki/dios
Data
{'content': 'κατοικίδιος\n κατ-οικίδιος, ον\n living in or about a house, domestic, οἱ κατοικίδιοι home birds, Luc.', 'key': 'katoiki/dios'}