Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατιάπτω
κατιθύνω
κατιλύω
κατισχναίνω
κατισχύω
κατίσχω
κάτοιδα
κατοικέω
κατοίκησις
κατοικητήριον
κατοικία
κατοικίδιος
κατοικίζω
κατοίκισις
κατοικοδομέω
κατοικονομέω
κάτοικος
κατοικοφθορέω
κατοικτείρω
κατοικτίζω
κατοίκτισις
View word page
κατοικία
κατοικία κατοικία, ἡ, from κατοικέω a settlement, colony: the foundation of a colony, Plut.
ShortDef
habitation, settlement
Debugging
Headword:
κατοικία
Headword (normalized):
κατοικία
Headword (normalized/stripped):
κατοικια
IDX:
17529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17546
Key:
katoiki/a
Data
{'content': 'κατοικία\n κατοικία, ἡ,\n from κατοικέω\n a settlement, colony: the foundation of a colony, Plut.', 'key': 'katoiki/a'}