Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατηχέω
κατιάπτω
κατιθύνω
κατιλύω
κατισχναίνω
κατισχύω
κατίσχω
κάτοιδα
κατοικέω
κατοίκησις
κατοικητήριον
κατοικία
κατοικίδιος
κατοικίζω
κατοίκισις
κατοικοδομέω
κατοικονομέω
κάτοικος
κατοικοφθορέω
κατοικτείρω
κατοικτίζω
View word page
κατοικητήριον
κατοικητήριον κατοικητήριον, ου, τό, from κατοικέω a dwelling-place, abode, NTest.

ShortDef

a dwelling-place, abode

Debugging

Headword:
κατοικητήριον
Headword (normalized):
κατοικητήριον
Headword (normalized/stripped):
κατοικητηριον
IDX:
17528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17545
Key:
katoikhth/rion

Data

{'content': 'κατοικητήριον\n κατοικητήριον, ου, τό,\n from κατοικέω\n a dwelling-place, abode, NTest.', 'key': 'katoikhth/rion'}