Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατηφών
κατηχέω
κατιάπτω
κατιθύνω
κατιλύω
κατισχναίνω
κατισχύω
κατίσχω
κάτοιδα
κατοικέω
κατοίκησις
κατοικητήριον
κατοικία
κατοικίδιος
κατοικίζω
κατοίκισις
κατοικοδομέω
κατοικονομέω
κάτοικος
κατοικοφθορέω
κατοικτείρω
View word page
κατοίκησις
κατοίκησις from κατοικέω κατοίκησις, εως a settling in a place, Thuc.

ShortDef

a settling in

Debugging

Headword:
κατοίκησις
Headword (normalized):
κατοίκησις
Headword (normalized/stripped):
κατοικησις
IDX:
17527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17544
Key:
katoi/khsis

Data

{'content': 'κατοίκησις\n from κατοικέω\n κατοίκησις, εως\n a settling in a place, Thuc.', 'key': 'katoi/khsis'}