κατοίκησις
κατοίκησις
from κατοικέω
κατοίκησις, εως
a settling in a place, Thuc.
{
"content": "κατοίκησις\n from κατοικέω\n κατοίκησις, εως\n a settling in a place, Thuc.",
"key": "katoi/khsis"
}