Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατηφέω
κατηφής
κατηφιάω
κατηφίη
κατηφών
κατηχέω
κατιάπτω
κατιθύνω
κατιλύω
κατισχναίνω
κατισχύω
κατίσχω
κάτοιδα
κατοικέω
κατοίκησις
κατοικητήριον
κατοικία
κατοικίδιος
κατοικίζω
κατοίκισις
κατοικοδομέω
View word page
κατισχύω
κατισχύω fut. ύσω to have power over, overpower, prevail against one, c. gen., NTest. to come to oneʼs full strength, Soph.

ShortDef

to have power over, overpower, prevail against

Debugging

Headword:
κατισχύω
Headword (normalized):
κατισχύω
Headword (normalized/stripped):
κατισχυω
IDX:
17523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17540
Key:
katisxu/w

Data

{'content': 'κατισχύω\n fut. ύσω\n to have power over, overpower, prevail against one, c. gen., NTest.\n to come to oneʼs full strength, Soph.', 'key': 'katisxu/w'}