Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀμετάστρεπτος
ἀμετάστροφος
ἀμέτοχος
ἀμέτρητος
ἀμετρία
ἀμετρόβιος
ἀμετροεπής
ἀμετροπότης
ἄμετρος
ἀμεύομαι
ἀμευσίπορος
ἀμήνιτος
ἀμήν
ἄμη
ἁμῆ
ἄμης
ἀμητήρ
ἄμητος
ἀμήτωρ
ἀμηχανέω
ἀμηχανία
View word page
ἀμευσίπορος
ἀμευσίπορος with interchanging paths, Pind.

ShortDef

with interchanging paths

Debugging

Headword:
ἀμευσίπορος
Headword (normalized):
ἀμευσίπορος
Headword (normalized/stripped):
αμευσιπορος
IDX:
1754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1754
Key:
a)meusi/poros

Data

{'content': 'ἀμευσίπορος\n with interchanging paths, Pind.', 'key': 'a)meusi/poros'}