Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατήφεια
κατηφέω
κατηφής
κατηφιάω
κατηφίη
κατηφών
κατηχέω
κατιάπτω
κατιθύνω
κατιλύω
κατισχναίνω
κατισχύω
κατίσχω
κάτοιδα
κατοικέω
κατοίκησις
κατοικητήριον
κατοικία
κατοικίδιος
κατοικίζω
κατοίκισις
View word page
κατισχναίνω
κατισχναίνω fut. ανῶ to make to pine or waste away, Aesch.:—fut. mid. κατισχνανεῖσθαι in pass. sense, Aesch.

ShortDef

to make to pine

Debugging

Headword:
κατισχναίνω
Headword (normalized):
κατισχναίνω
Headword (normalized/stripped):
κατισχναινω
IDX:
17522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17539
Key:
katisxnai/nw

Data

{'content': 'κατισχναίνω\n fut. ανῶ\n to make to pine or waste away, Aesch.:—fut. mid. κατισχνανεῖσθαι in pass. sense, Aesch.', 'key': 'katisxnai/nw'}