Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατήορος
κατηπιάω
κατηρεμίζω
κατηρεφής
κατήρης
κατήφεια
κατηφέω
κατηφής
κατηφιάω
κατηφίη
κατηφών
κατηχέω
κατιάπτω
κατιθύνω
κατιλύω
κατισχναίνω
κατισχύω
κατίσχω
κάτοιδα
κατοικέω
κατοίκησις
View word page
κατηφών
κατηφών κατηφών, όνος, κατηφέω one who causes grief or shame, as Priam calls his sons κατηφόνες, dedecora, Il.

ShortDef

one who causes grief

Debugging

Headword:
κατηφών
Headword (normalized):
κατηφών
Headword (normalized/stripped):
κατηφων
IDX:
17517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17534
Key:
kathfw/n

Data

{'content': 'κατηφών\n κατηφών, όνος,\n κατηφέω\n one who causes grief or shame, as Priam calls his sons κατηφόνες, dedecora, Il.', 'key': 'kathfw/n'}