Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατήκοος
κατῆλιψ
κατηλογέω
κατήλυσις
κατήορος
κατηπιάω
κατηρεμίζω
κατηρεφής
κατήρης
κατήφεια
κατηφέω
κατηφής
κατηφιάω
κατηφίη
κατηφών
κατηχέω
κατιάπτω
κατιθύνω
κατιλύω
κατισχναίνω
κατισχύω
View word page
κατηφέω
κατηφέω fut. ήσω to be downcast, to be mute with horror or grief, Hom., Eur. from κατηφής
ShortDef
to be downcast, to be mute
Debugging
Headword:
κατηφέω
Headword (normalized):
κατηφέω
Headword (normalized/stripped):
κατηφεω
IDX:
17513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17530
Key:
kathfe/w
Data
{'content': 'κατηφέω\n fut. ήσω\n to be downcast, to be mute with horror or grief, Hom., Eur.\n from κατηφής', 'key': 'kathfe/w'}