Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀμεταστρεπτί
ἀμετάστρεπτος
ἀμετάστροφος
ἀμέτοχος
ἀμέτρητος
ἀμετρία
ἀμετρόβιος
ἀμετροεπής
ἀμετροπότης
ἄμετρος
ἀμεύομαι
ἀμευσίπορος
ἀμήνιτος
ἀμήν
ἄμη
ἁμῆ
ἄμης
ἀμητήρ
ἄμητος
ἀμήτωρ
ἀμηχανέω
View word page
ἀμεύομαι
ἀμεύομαι Aeolic for ἀμείβομαι to conquer, Pind.
ShortDef
to conquer
Debugging
Headword:
ἀμεύομαι
Headword (normalized):
ἀμεύομαι
Headword (normalized/stripped):
αμευομαι
IDX:
1753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1753
Key:
a)meu/omai
Data
{'content': 'ἀμεύομαι\n Aeolic for ἀμείβομαι\n to conquer, Pind.', 'key': 'a)meu/omai'}