Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατήγορος
κατήκοος
κατῆλιψ
κατηλογέω
κατήλυσις
κατήορος
κατηπιάω
κατηρεμίζω
κατηρεφής
κατήρης
κατήφεια
κατηφέω
κατηφής
κατηφιάω
κατηφίη
κατηφών
κατηχέω
κατιάπτω
κατιθύνω
κατιλύω
κατισχναίνω
View word page
κατήφεια
κατήφεια κατηφής dejection, sorrow, shame, Il., Thuc.
ShortDef
dejection, sorrow, shame
Debugging
Headword:
κατήφεια
Headword (normalized):
κατήφεια
Headword (normalized/stripped):
κατηφεια
IDX:
17512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17529
Key:
kath/feia
Data
{'content': 'κατήφεια\n κατηφής\n dejection, sorrow, shame, Il., Thuc.', 'key': 'kath/feia'}