Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατηγορία
κατήγορος
κατήκοος
κατῆλιψ
κατηλογέω
κατήλυσις
κατήορος
κατηπιάω
κατηρεμίζω
κατηρεφής
κατήρης
κατήφεια
κατηφέω
κατηφής
κατηφιάω
κατηφίη
κατηφών
κατηχέω
κατιάπτω
κατιθύνω
κατιλύω
View word page
κατήρης
κατήρης κατήρης, ες *ἄρω fitted out or furnished with a thing, c. dat., Eur.:—of ships, furnished with oars, πλοῖον κατῆρες a rowing boat, Hdt.; but, ταρσὸς κ. a well-fitted oar. Eur.

ShortDef

fitted out

Debugging

Headword:
κατήρης
Headword (normalized):
κατήρης
Headword (normalized/stripped):
κατηρης
IDX:
17511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17528
Key:
kath/rhs

Data

{'content': 'κατήρης\n κατήρης, ες\n *ἄρω\n fitted out or furnished with a thing, c. dat., Eur.:—of ships, furnished with oars, πλοῖον κατῆρες a rowing boat, Hdt.; but, ταρσὸς κ. a well-fitted oar. Eur.', 'key': 'kath/rhs'}