Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατηγορέω
κατηγόρημα
κατηγορία
κατήγορος
κατήκοος
κατῆλιψ
κατηλογέω
κατήλυσις
κατήορος
κατηπιάω
κατηρεμίζω
κατηρεφής
κατήρης
κατήφεια
κατηφέω
κατηφής
κατηφιάω
κατηφίη
κατηφών
κατηχέω
κατιάπτω
View word page
κατηρεμίζω
κατηρεμίζω fut. ίσω to calm, appease, Xen.

ShortDef

to calm, appease

Debugging

Headword:
κατηρεμίζω
Headword (normalized):
κατηρεμίζω
Headword (normalized/stripped):
κατηρεμιζω
IDX:
17509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17526
Key:
kathremi/zw

Data

{'content': 'κατηρεμίζω\n fut. ίσω\n to calm, appease, Xen.', 'key': 'kathremi/zw'}