Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατέχω
κατηγορέω
κατηγόρημα
κατηγορία
κατήγορος
κατήκοος
κατῆλιψ
κατηλογέω
κατήλυσις
κατήορος
κατηπιάω
κατηρεμίζω
κατηρεφής
κατήρης
κατήφεια
κατηφέω
κατηφής
κατηφιάω
κατηφίη
κατηφών
κατηχέω
View word page
κατηπιάω
κατηπιάω to assuage, allay Epic 3rd pl. imperf. pass., κατηπιόωντο Il.
ShortDef
to assuage, allay
Debugging
Headword:
κατηπιάω
Headword (normalized):
κατηπιάω
Headword (normalized/stripped):
κατηπιαω
IDX:
17508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17525
Key:
kathpia/w
Data
{'content': 'κατηπιάω\n to assuage, allay Epic 3rd pl. imperf. pass., κατηπιόωντο Il.', 'key': 'kathpia/w'}