Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατευωχέομαι
κατεφάλλομαι
κατεφίσταμαι
κατέχω
κατηγορέω
κατηγόρημα
κατηγορία
κατήγορος
κατήκοος
κατῆλιψ
κατηλογέω
κατήλυσις
κατήορος
κατηπιάω
κατηρεμίζω
κατηρεφής
κατήρης
κατήφεια
κατηφέω
κατηφής
κατηφιάω
View word page
κατηλογέω
κατηλογέω fut. ήσω ἀλογέω to make of small account, take no account of, neglect, Hdt.
ShortDef
to make of small account, take no account of, neglect
Debugging
Headword:
κατηλογέω
Headword (normalized):
κατηλογέω
Headword (normalized/stripped):
κατηλογεω
IDX:
17505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17522
Key:
kathloge/w
Data
{'content': 'κατηλογέω\n fut. ήσω\n ἀλογέω\n to make of small account, take no account of, neglect, Hdt.', 'key': 'kathloge/w'}