Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀμετάστατος
ἀμεταστρεπτί
ἀμετάστρεπτος
ἀμετάστροφος
ἀμέτοχος
ἀμέτρητος
ἀμετρία
ἀμετρόβιος
ἀμετροεπής
ἀμετροπότης
ἄμετρος
ἀμεύομαι
ἀμευσίπορος
ἀμήνιτος
ἀμήν
ἄμη
ἁμῆ
ἄμης
ἀμητήρ
ἄμητος
ἀμήτωρ
View word page
ἄμετρος
ἄμετρος μέτρον without measure, immense, excessive, boundless, Plat.:—adv. ἀμέτρως, Plat.; neut. pl. ἄμετρα as adv., Babr. immoderate, in moral sense, Plat.:—adv. ἀμέτρως, Xen., etc.
ShortDef
without measure, immense, excessive, boundless
Debugging
Headword:
ἄμετρος
Headword (normalized):
ἄμετρος
Headword (normalized/stripped):
αμετρος
IDX:
1752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1752
Key:
a)/metros
Data
{'content': 'ἄμετρος\n μέτρον\n without measure, immense, excessive, boundless, Plat.:—adv. ἀμέτρως, Plat.; neut. pl. ἄμετρα as adv., Babr.\n immoderate, in moral sense, Plat.:—adv. ἀμέτρως, Xen., etc.', 'key': 'a)/metros'}