Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατευφημέω
κατευχή
κατεύχομαι
κατευωχέομαι
κατεφάλλομαι
κατεφίσταμαι
κατέχω
κατηγορέω
κατηγόρημα
κατηγορία
κατήγορος
κατήκοος
κατῆλιψ
κατηλογέω
κατήλυσις
κατήορος
κατηπιάω
κατηρεμίζω
κατηρεφής
κατήρης
κατήφεια
View word page
κατήγορος
κατήγορος κατήγορος, ον an accuser, Hdt., Soph.:— a betrayer, Aesch.

ShortDef

an accuser

Debugging

Headword:
κατήγορος
Headword (normalized):
κατήγορος
Headword (normalized/stripped):
κατηγορος
IDX:
17502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17519
Key:
kath/goros

Data

{'content': 'κατήγορος\n κατήγορος, ον\n an accuser, Hdt., Soph.:— a betrayer, Aesch.', 'key': 'kath/goros'}