Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατευτρεπίζω
κατευτυχέω
κατευφημέω
κατευχή
κατεύχομαι
κατευωχέομαι
κατεφάλλομαι
κατεφίσταμαι
κατέχω
κατηγορέω
κατηγόρημα
κατηγορία
κατήγορος
κατήκοος
κατῆλιψ
κατηλογέω
κατήλυσις
κατήορος
κατηπιάω
κατηρεμίζω
κατηρεφής
View word page
κατηγόρημα
κατηγόρημα κατηγόρημα, ατος, τό, an accusation, charge, Plat., Dem.

ShortDef

an accusation, charge

Debugging

Headword:
κατηγόρημα
Headword (normalized):
κατηγόρημα
Headword (normalized/stripped):
κατηγορημα
IDX:
17500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17517
Key:
kathgo/rhma

Data

{'content': 'κατηγόρημα\n κατηγόρημα, ατος, τό,\n an accusation, charge, Plat., Dem.', 'key': 'kathgo/rhma'}