Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατευνάω
κατευορκέω
κατευστοχέω
κατευτρεπίζω
κατευτυχέω
κατευφημέω
κατευχή
κατεύχομαι
κατευωχέομαι
κατεφάλλομαι
κατεφίσταμαι
κατέχω
κατηγορέω
κατηγόρημα
κατηγορία
κατήγορος
κατήκοος
κατῆλιψ
κατηλογέω
κατήλυσις
κατήορος
View word page
κατεφίσταμαι
κατεφίσταμαι Pass., with aor2 act. to rise up against, NTest.

ShortDef

to rise up against

Debugging

Headword:
κατεφίσταμαι
Headword (normalized):
κατεφίσταμαι
Headword (normalized/stripped):
κατεφισταμαι
IDX:
17497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17514
Key:
katefi/stamai

Data

{'content': 'κατεφίσταμαι\n Pass., with aor2 act. to rise up against, NTest.', 'key': 'katefi/stamai'}