Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατευναστής
κατευνάω
κατευορκέω
κατευστοχέω
κατευτρεπίζω
κατευτυχέω
κατευφημέω
κατευχή
κατεύχομαι
κατευωχέομαι
κατεφάλλομαι
κατεφίσταμαι
κατέχω
κατηγορέω
κατηγόρημα
κατηγορία
κατήγορος
κατήκοος
κατῆλιψ
κατηλογέω
κατήλυσις
View word page
κατεφάλλομαι
κατεφάλλομαι Dep. to spring down upon, rush upon, κατεπάλμενος (aor2 part. syncop.) Il., Anth. for κατ-έπαλτο, v. καταπάλλω.
ShortDef
to spring down upon, rush upon
Debugging
Headword:
κατεφάλλομαι
Headword (normalized):
κατεφάλλομαι
Headword (normalized/stripped):
κατεφαλλομαι
IDX:
17496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17513
Key:
katefa/llomai
Data
{'content': 'κατεφάλλομαι\n Dep. to spring down upon, rush upon, κατεπάλμενος (aor2 part. syncop.) Il., Anth.\n for κατ-έπαλτο, v. καταπάλλω.', 'key': 'katefa/llomai'}