Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατευθύ
κατευθύνω
κατευνάζω
κατευναστής
κατευνάω
κατευορκέω
κατευστοχέω
κατευτρεπίζω
κατευτυχέω
κατευφημέω
κατευχή
κατεύχομαι
κατευωχέομαι
κατεφάλλομαι
κατεφίσταμαι
κατέχω
κατηγορέω
κατηγόρημα
κατηγορία
κατήγορος
κατήκοος
View word page
κατευχή
κατευχή κατ-ευχή, ἡ, a prayer, vow, Aesch.
ShortDef
a prayer, vow
Debugging
Headword:
κατευχή
Headword (normalized):
κατευχή
Headword (normalized/stripped):
κατευχη
IDX:
17493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17510
Key:
kateuxh/
Data
{'content': 'κατευχή\n κατ-ευχή, ἡ,\n a prayer, vow, Aesch.', 'key': 'kateuxh/'}