Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀμετανόητος
ἀμετάστατος
ἀμεταστρεπτί
ἀμετάστρεπτος
ἀμετάστροφος
ἀμέτοχος
ἀμέτρητος
ἀμετρία
ἀμετρόβιος
ἀμετροεπής
ἀμετροπότης
ἄμετρος
ἀμεύομαι
ἀμευσίπορος
ἀμήνιτος
ἀμήν
ἄμη
ἁμῆ
ἄμης
ἀμητήρ
ἄμητος
View word page
ἀμετροπότης
ἀμετροπότης ἄμετρος, πίνω drinking to excess, Anth.

ShortDef

drinking to excess

Debugging

Headword:
ἀμετροπότης
Headword (normalized):
ἀμετροπότης
Headword (normalized/stripped):
αμετροποτης
IDX:
1751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1751
Key:
a)metropo/ths

Data

{'content': 'ἀμετροπότης\n ἄμετρος, πίνω\n drinking to excess, Anth.', 'key': 'a)metropo/ths'}