Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατευημερέω
κατευθύ
κατευθύνω
κατευνάζω
κατευναστής
κατευνάω
κατευορκέω
κατευστοχέω
κατευτρεπίζω
κατευτυχέω
κατευφημέω
κατευχή
κατεύχομαι
κατευωχέομαι
κατεφάλλομαι
κατεφίσταμαι
κατέχω
κατηγορέω
κατηγόρημα
κατηγορία
κατήγορος
View word page
κατευφημέω
κατευφημέω fut. ήσω to applaud, extol, Plut.
ShortDef
to applaud, extol
Debugging
Headword:
κατευφημέω
Headword (normalized):
κατευφημέω
Headword (normalized/stripped):
κατευφημεω
IDX:
17492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17509
Key:
kateufhme/w
Data
{'content': 'κατευφημέω\n fut. ήσω\n to applaud, extol, Plut.', 'key': 'kateufhme/w'}