Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κάτευγμα
κατευημερέω
κατευθύ
κατευθύνω
κατευνάζω
κατευναστής
κατευνάω
κατευορκέω
κατευστοχέω
κατευτρεπίζω
κατευτυχέω
κατευφημέω
κατευχή
κατεύχομαι
κατευωχέομαι
κατεφάλλομαι
κατεφίσταμαι
κατέχω
κατηγορέω
κατηγόρημα
κατηγορία
View word page
κατευτυχέω
κατευτυχέω fut. ήσω to be quite successful, prosper, Plut.
ShortDef
to be quite successful, prosper
Debugging
Headword:
κατευτυχέω
Headword (normalized):
κατευτυχέω
Headword (normalized/stripped):
κατευτυχεω
IDX:
17491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17508
Key:
kateutuxe/w
Data
{'content': 'κατευτυχέω\n fut. ήσω\n to be quite successful, prosper, Plut.', 'key': 'kateutuxe/w'}