Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατέσθω
κάτευγμα
κατευημερέω
κατευθύ
κατευθύνω
κατευνάζω
κατευναστής
κατευνάω
κατευορκέω
κατευστοχέω
κατευτρεπίζω
κατευτυχέω
κατευφημέω
κατευχή
κατεύχομαι
κατευωχέομαι
κατεφάλλομαι
κατεφίσταμαι
κατέχω
κατηγορέω
κατηγόρημα
View word page
κατευτρεπίζω
κατευτρεπίζω fut. ιῶ to put in order again, Xen.

ShortDef

to put in order again

Debugging

Headword:
κατευτρεπίζω
Headword (normalized):
κατευτρεπίζω
Headword (normalized/stripped):
κατευτρεπιζω
IDX:
17490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17507
Key:
kateutrepi/zw

Data

{'content': 'κατευτρεπίζω\n fut. ιῶ\n to put in order again, Xen.', 'key': 'kateutrepi/zw'}