Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατέρχομαι
κἀτέρωτα
κατεσθίω
κατέσθω
κάτευγμα
κατευημερέω
κατευθύ
κατευθύνω
κατευνάζω
κατευναστής
κατευνάω
κατευορκέω
κατευστοχέω
κατευτρεπίζω
κατευτυχέω
κατευφημέω
κατευχή
κατεύχομαι
κατευωχέομαι
κατεφάλλομαι
κατεφίσταμαι
View word page
κατευνάω
κατευνάω fut. ήσω to put to sleep, Il.: metaph. to lull pain to sleep, Soph.:—Pass. to be asleep, Od.
ShortDef
to put to sleep
Debugging
Headword:
κατευνάω
Headword (normalized):
κατευνάω
Headword (normalized/stripped):
κατευναω
IDX:
17487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17504
Key:
kateuna/w
Data
{'content': 'κατευνάω\n fut. ήσω\n to put to sleep, Il.: metaph. to lull pain to sleep, Soph.:—Pass. to be asleep, Od.', 'key': 'kateuna/w'}