Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀμεταμέλητος
ἀμετανόητος
ἀμετάστατος
ἀμεταστρεπτί
ἀμετάστρεπτος
ἀμετάστροφος
ἀμέτοχος
ἀμέτρητος
ἀμετρία
ἀμετρόβιος
ἀμετροεπής
ἀμετροπότης
ἄμετρος
ἀμεύομαι
ἀμευσίπορος
ἀμήνιτος
ἀμήν
ἄμη
ἁμῆ
ἄμης
ἀμητήρ
View word page
ἀμετροεπής
ἀμετροεπής ἄμετρος, ἔπος unmeasured in words, Il.

ShortDef

unmeasured in words

Debugging

Headword:
ἀμετροεπής
Headword (normalized):
ἀμετροεπής
Headword (normalized/stripped):
αμετροεπης
IDX:
1750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1750
Key:
a)metroeph/s

Data

{'content': 'ἀμετροεπής\n ἄμετρος, ἔπος\n unmeasured in words, Il.', 'key': 'a)metroeph/s'}