Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατεργάζομαι
κατερείκω
κατερείπω
κατερεύγομαι
κατερέφω
κατερέω
κατερητύω
κατερικτός
κατερυκάνω
κατερύκω
κατερύω
κατέρχομαι
κἀτέρωτα
κατεσθίω
κατέσθω
κάτευγμα
κατευημερέω
κατευθύ
κατευθύνω
κατευνάζω
κατευναστής
View word page
κατερύω
κατερύω Ionic -ειρύω fut. ύσω to draw or haul down, of ships, Lat. deducere naves, Od., Hdt.:—Pass., νηῦς τε κατείρυσται Od. κ. τόξα to draw a bow, Anth.
ShortDef
to draw
Debugging
Headword:
κατερύω
Headword (normalized):
κατερύω
Headword (normalized/stripped):
κατερυω
IDX:
17476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17493
Key:
kateru/w
Data
{'content': 'κατερύω\n Ionic -ειρύω\n fut. ύσω\n to draw or haul down, of ships, Lat. deducere naves, Od., Hdt.:—Pass., νηῦς τε κατείρυσται Od.\n κ. τόξα to draw a bow, Anth.', 'key': 'kateru/w'}