Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατεπιορκέω
κατεργάζομαι
κατερείκω
κατερείπω
κατερεύγομαι
κατερέφω
κατερέω
κατερητύω
κατερικτός
κατερυκάνω
κατερύκω
κατερύω
κατέρχομαι
κἀτέρωτα
κατεσθίω
κατέσθω
κάτευγμα
κατευημερέω
κατευθύ
κατευθύνω
κατευνάζω
View word page
κατερύκω
κατερύκω fut. ξω to hold back, detain, Hom., Theogn., Ar.:—Pass., κατερύκεται εὐρέϊ πόντῳ Od.
ShortDef
to hold back, detain
Debugging
Headword:
κατερύκω
Headword (normalized):
κατερύκω
Headword (normalized/stripped):
κατερυκω
IDX:
17475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17492
Key:
kateru/kw
Data
{'content': 'κατερύκω\n fut. ξω\n to hold back, detain, Hom., Theogn., Ar.:—Pass., κατερύκεται εὐρέϊ πόντῳ Od.', 'key': 'kateru/kw'}