Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατεπείγω
κατέπεφνον
κατεπιορκέω
κατεργάζομαι
κατερείκω
κατερείπω
κατερεύγομαι
κατερέφω
κατερέω
κατερητύω
κατερικτός
κατερυκάνω
κατερύκω
κατερύω
κατέρχομαι
κἀτέρωτα
κατεσθίω
κατέσθω
κάτευγμα
κατευημερέω
κατευθύ
View word page
κατερικτός
κατερικτός κατερείκω bruised, ground, of pulse, Ar.
ShortDef
bruised, ground
Debugging
Headword:
κατερικτός
Headword (normalized):
κατερικτός
Headword (normalized/stripped):
κατερικτος
IDX:
17473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17490
Key:
katerikto/s
Data
{'content': 'κατερικτός\n κατερείκω\n bruised, ground, of pulse, Ar.', 'key': 'katerikto/s'}