Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀμετακίνητος
ἀμεταμέλητος
ἀμετανόητος
ἀμετάστατος
ἀμεταστρεπτί
ἀμετάστρεπτος
ἀμετάστροφος
ἀμέτοχος
ἀμέτρητος
ἀμετρία
ἀμετρόβιος
ἀμετροεπής
ἀμετροπότης
ἄμετρος
ἀμεύομαι
ἀμευσίπορος
ἀμήνιτος
ἀμήν
ἄμη
ἁμῆ
ἄμης
View word page
ἀμετρόβιος
ἀμετρόβιος ἄμετρος, βίος of immensely long life, Anth.
ShortDef
of immensely long life
Debugging
Headword:
ἀμετρόβιος
Headword (normalized):
ἀμετρόβιος
Headword (normalized/stripped):
αμετροβιος
IDX:
1749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1749
Key:
a)metro/bios
Data
{'content': 'ἀμετρόβιος\n ἄμετρος, βίος\n of immensely long life, Anth.', 'key': 'a)metro/bios'}