Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατεπᾴδω
κατεπείγω
κατέπεφνον
κατεπιορκέω
κατεργάζομαι
κατερείκω
κατερείπω
κατερεύγομαι
κατερέφω
κατερέω
κατερητύω
κατερικτός
κατερυκάνω
κατερύκω
κατερύω
κατέρχομαι
κἀτέρωτα
κατεσθίω
κατέσθω
κάτευγμα
κατευημερέω
View word page
κατερητύω
κατερητύω fut. ύσω to hold back, Hom., Soph.
ShortDef
to hold back
Debugging
Headword:
κατερητύω
Headword (normalized):
κατερητύω
Headword (normalized/stripped):
κατερητυω
IDX:
17472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17489
Key:
katerhtu/w
Data
{'content': 'κατερητύω\n fut. ύσω\n to hold back, Hom., Soph.', 'key': 'katerhtu/w'}