Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατεπάγω
κατεπᾴδω
κατεπείγω
κατέπεφνον
κατεπιορκέω
κατεργάζομαι
κατερείκω
κατερείπω
κατερεύγομαι
κατερέφω
κατερέω
κατερητύω
κατερικτός
κατερυκάνω
κατερύκω
κατερύω
κατέρχομαι
κἀτέρωτα
κατεσθίω
κατέσθω
κάτευγμα
View word page
κατερέω
κατερέω Attic κατ-ερῶ serving as fut. of the aor2 κατεῖπον perf. κατείρηκα to speak against, accuse, τινός Xen., Plat. c. acc. to denounce, Hdt. to say or tell plainly, speak out, Hdt., Eur., etc.:— Pass., κατειρήσεται it shall be declared, Hdt.

ShortDef

to speak against, accuse (fut)

Debugging

Headword:
κατερέω
Headword (normalized):
κατερέω
Headword (normalized/stripped):
κατερεω
IDX:
17471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17488
Key:
katere/w

Data

{'content': 'κατερέω\n Attic κατ-ερῶ\n serving as fut. of the aor2 κατεῖπον\n perf. κατείρηκα\n to speak against, accuse, τινός Xen., Plat.\n c. acc. to denounce, Hdt.\n to say or tell plainly, speak out, Hdt., Eur., etc.:— Pass., κατειρήσεται it shall be declared, Hdt.', 'key': 'katere/w'}