Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατεξουσιάζω
κατεπαγγέλλομαι
κατεπάγω
κατεπᾴδω
κατεπείγω
κατέπεφνον
κατεπιορκέω
κατεργάζομαι
κατερείκω
κατερείπω
κατερεύγομαι
κατερέφω
κατερέω
κατερητύω
κατερικτός
κατερυκάνω
κατερύκω
κατερύω
κατέρχομαι
κἀτέρωτα
κατεσθίω
View word page
κατερεύγομαι
κατερεύγομαι aor2 -ήρυγον to belch over, τινός Ar.
ShortDef
belch over (someone)
Debugging
Headword:
κατερεύγομαι
Headword (normalized):
κατερεύγομαι
Headword (normalized/stripped):
κατερευγομαι
IDX:
17469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17486
Key:
katereu/gw
Data
{'content': 'κατερεύγομαι\n aor2 -ήρυγον\n to belch over, τινός Ar.', 'key': 'katereu/gw'}