Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατεξανίσταμαι
κατεξουσιάζω
κατεπαγγέλλομαι
κατεπάγω
κατεπᾴδω
κατεπείγω
κατέπεφνον
κατεπιορκέω
κατεργάζομαι
κατερείκω
κατερείπω
κατερεύγομαι
κατερέφω
κατερέω
κατερητύω
κατερικτός
κατερυκάνω
κατερύκω
κατερύω
κατέρχομαι
κἀτέρωτα
View word page
κατερείπω
κατερείπω fut. ψω to throw or cast down, Orac. ap. Hdt.:—Pass. to fall in ruins, of Troy, Eur. intr. in aor2 κατ-ήριπον, to fall down, fall prostrate, Il., Theocr.; so in perf., τεῖχος κατ-ερήριπεν Il.

ShortDef

to throw down

Debugging

Headword:
κατερείπω
Headword (normalized):
κατερείπω
Headword (normalized/stripped):
κατερειπω
IDX:
17468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17485
Key:
katerei/pw

Data

{'content': 'κατερείπω\n fut. ψω\n to throw or cast down, Orac. ap. Hdt.:—Pass. to fall in ruins, of Troy, Eur.\n intr. in aor2 κατ-ήριπον, to fall down, fall prostrate, Il., Theocr.; so in perf., τεῖχος κατ-ερήριπεν Il.', 'key': 'katerei/pw'}