Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατενώπιον
κατεξανίσταμαι
κατεξουσιάζω
κατεπαγγέλλομαι
κατεπάγω
κατεπᾴδω
κατεπείγω
κατέπεφνον
κατεπιορκέω
κατεργάζομαι
κατερείκω
κατερείπω
κατερεύγομαι
κατερέφω
κατερέω
κατερητύω
κατερικτός
κατερυκάνω
κατερύκω
κατερύω
κατέρχομαι
View word page
κατερείκω
κατερείκω fut. ξω to grind down:—metaph., κ. θυμόν to fritter it away, smooth it down, Ar.:—Mid. to rend oneʼs garments, in token of sorrow, Hdt., Aesch.

ShortDef

to grind down

Debugging

Headword:
κατερείκω
Headword (normalized):
κατερείκω
Headword (normalized/stripped):
κατερεικω
IDX:
17467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17484
Key:
katerei/kw

Data

{'content': 'κατερείκω\n fut. ξω\n to grind down:—metaph., κ. θυμόν to fritter it away, smooth it down, Ar.:—Mid. to rend oneʼs garments, in token of sorrow, Hdt., Aesch.', 'key': 'katerei/kw'}