Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀμέριμνος
ἀμετακίνητος
ἀμεταμέλητος
ἀμετανόητος
ἀμετάστατος
ἀμεταστρεπτί
ἀμετάστρεπτος
ἀμετάστροφος
ἀμέτοχος
ἀμέτρητος
ἀμετρία
ἀμετρόβιος
ἀμετροεπής
ἀμετροπότης
ἄμετρος
ἀμεύομαι
ἀμευσίπορος
ἀμήνιτος
ἀμήν
ἄμη
ἁμῆ
View word page
ἀμετρία
ἀμετρία ἄμετρος excess, disproportion, Plat., etc.
ShortDef
excess, disproportion
Debugging
Headword:
ἀμετρία
Headword (normalized):
ἀμετρία
Headword (normalized/stripped):
αμετρια
IDX:
1748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1748
Key:
a)metri/a
Data
{'content': 'ἀμετρία\n ἄμετρος\n excess, disproportion, Plat., etc.', 'key': 'a)metri/a'}