Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατελεέω
κατελπίζω
κατεμπίπρημι
κατεναίρομαι
κατεναντίον
κατεναρίζω
κατέναντι
κατένωπα
κατενώπιον
κατεξανίσταμαι
κατεξουσιάζω
κατεπαγγέλλομαι
κατεπάγω
κατεπᾴδω
κατεπείγω
κατέπεφνον
κατεπιορκέω
κατεργάζομαι
κατερείκω
κατερείπω
κατερεύγομαι
View word page
κατεξουσιάζω
κατεξουσιάζω fut. σω to exercise lordship over, τινός NTest.
ShortDef
to exercise lordship over
Debugging
Headword:
κατεξουσιάζω
Headword (normalized):
κατεξουσιάζω
Headword (normalized/stripped):
κατεξουσιαζω
IDX:
17459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17476
Key:
katecousia/zw
Data
{'content': 'κατεξουσιάζω\n fut. σω\n to exercise lordship over, τινός NTest.', 'key': 'katecousia/zw'}