Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατελέγχω
κατελεέω
κατελπίζω
κατεμπίπρημι
κατεναίρομαι
κατεναντίον
κατεναρίζω
κατέναντι
κατένωπα
κατενώπιον
κατεξανίσταμαι
κατεξουσιάζω
κατεπαγγέλλομαι
κατεπάγω
κατεπᾴδω
κατεπείγω
κατέπεφνον
κατεπιορκέω
κατεργάζομαι
κατερείκω
κατερείπω
View word page
κατεξανίσταμαι
κατεξανίσταμαι aor2 act. κατ-εξανέστην Pass. with aor2 act. κατ-εξανέστην, to rise up against, struggle against, τινός Plut.
ShortDef
to rise up against, struggle against
Debugging
Headword:
κατεξανίσταμαι
Headword (normalized):
κατεξανίσταμαι
Headword (normalized/stripped):
κατεξανισταμαι
IDX:
17458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17475
Key:
katecani/stamai
Data
{'content': 'κατεξανίσταμαι\n aor2 act. κατ-εξανέστην\n Pass. with aor2 act. κατ-εξανέστην, to rise up against, struggle against, τινός Plut.', 'key': 'katecani/stamai'}