Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀμερής
ἀμέριμνος
ἀμετακίνητος
ἀμεταμέλητος
ἀμετανόητος
ἀμετάστατος
ἀμεταστρεπτί
ἀμετάστρεπτος
ἀμετάστροφος
ἀμέτοχος
ἀμέτρητος
ἀμετρία
ἀμετρόβιος
ἀμετροεπής
ἀμετροπότης
ἄμετρος
ἀμεύομαι
ἀμευσίπορος
ἀμήνιτος
ἀμήν
ἄμη
View word page
ἀμέτρητος
ἀμέτρητος unmeasured, immeasurable, immense, Od., etc. unnumbered, countless, Eur.

ShortDef

unmeasured, immeasurable, immense

Debugging

Headword:
ἀμέτρητος
Headword (normalized):
ἀμέτρητος
Headword (normalized/stripped):
αμετρητος
IDX:
1747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1747
Key:
a)me/trhtos

Data

{'content': 'ἀμέτρητος\n unmeasured, immeasurable, immense, Od., etc.\n unnumbered, countless, Eur.', 'key': 'a)me/trhtos'}