Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κάτειμι
κατεῖπον
κατείργνυμι
κατείργω
κατειρωνεύομαι
κατεισάγω
κατελαύνω
κατελέγχω
κατελεέω
κατελπίζω
κατεμπίπρημι
κατεναίρομαι
κατεναντίον
κατεναρίζω
κατέναντι
κατένωπα
κατενώπιον
κατεξανίσταμαι
κατεξουσιάζω
κατεπαγγέλλομαι
κατεπάγω
View word page
κατεμπίπρημι
κατεμπίπρημι fut. -εμπρήσω to burn up, Eur.
ShortDef
to burn up
Debugging
Headword:
κατεμπίπρημι
Headword (normalized):
κατεμπίπρημι
Headword (normalized/stripped):
κατεμπιπρημι
IDX:
17451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17468
Key:
katempi/prhmi
Data
{'content': 'κατεμπίπρημι\n fut. -εμπρήσω\n to burn up, Eur.', 'key': 'katempi/prhmi'}