Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατεγγύη
κατέδω
κατείβω
κατεῖδον
κατείδωλος
κατεικάζω
κατειλέω
κατειλύω
κάτειμι
κατεῖπον
κατείργνυμι
κατείργω
κατειρωνεύομαι
κατεισάγω
κατελαύνω
κατελέγχω
κατελεέω
κατελπίζω
κατεμπίπρημι
κατεναίρομαι
κατεναντίον
View word page
κατείργνυμι
κατείργνυμι Ionic 3rd pl. -ειρνῦσι = κατείργω, Hdt.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κατείργνυμι
Headword (normalized):
κατείργνυμι
Headword (normalized/stripped):
κατειργνυμι
IDX:
17443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17460
Key:
katei/rgnumi
Data
{'content': 'κατείργνυμι\n Ionic 3rd pl. -ειρνῦσι\n = κατείργω, Hdt.', 'key': 'katei/rgnumi'}