Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταψηφιστέος
καταψήχω
καταψύχω
κατεβλακευμένως
κατεγγυάω
κατεγγύη
κατέδω
κατείβω
κατεῖδον
κατείδωλος
κατεικάζω
κατειλέω
κατειλύω
κάτειμι
κατεῖπον
κατείργνυμι
κατείργω
κατειρωνεύομαι
κατεισάγω
κατελαύνω
κατελέγχω
View word page
κατεικάζω
κατεικάζω fut. σω to liken:—Pass., aor1 κατ-εικάσθην, to be or become like, Soph. to guess, surmise, Hdt.: to suspect evil, Hdt.
ShortDef
to liken; guess, suspect
Debugging
Headword:
κατεικάζω
Headword (normalized):
κατεικάζω
Headword (normalized/stripped):
κατεικαζω
IDX:
17438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17455
Key:
kateika/zw
Data
{'content': 'κατεικάζω\n fut. σω\n to liken:—Pass., aor1 κατ-εικάσθην, to be or become like, Soph.\n to guess, surmise, Hdt.: to suspect evil, Hdt.', 'key': 'kateika/zw'}