Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταψεύδομαι
καταψευδομαρτυρέω
καταψηφίζομαι
καταψηφιστέος
καταψήχω
καταψύχω
κατεβλακευμένως
κατεγγυάω
κατεγγύη
κατέδω
κατείβω
κατεῖδον
κατείδωλος
κατεικάζω
κατειλέω
κατειλύω
κάτειμι
κατεῖπον
κατείργνυμι
κατείργω
κατειρωνεύομαι
View word page
κατείβω
κατείβω poet. for κατα-λείβω to let flow down, shed, Od.:—Mid. to flow apace, Hom.; metaph., κατείβετο αἰών life ebbed, passed away, Od.

ShortDef

to let flow down, shed

Debugging

Headword:
κατείβω
Headword (normalized):
κατείβω
Headword (normalized/stripped):
κατειβω
IDX:
17435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17452
Key:
katei/bw

Data

{'content': 'κατείβω\n poet. for κατα-λείβω\n to let flow down, shed, Od.:—Mid. to flow apace, Hom.; metaph., κατείβετο αἰών life ebbed, passed away, Od.', 'key': 'katei/bw'}