Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταψάω
καταψεκάζω
καταψεύδομαι
καταψευδομαρτυρέω
καταψηφίζομαι
καταψηφιστέος
καταψήχω
καταψύχω
κατεβλακευμένως
κατεγγυάω
κατεγγύη
κατέδω
κατείβω
κατεῖδον
κατείδωλος
κατεικάζω
κατειλέω
κατειλύω
κάτειμι
κατεῖπον
κατείργνυμι
View word page
κατεγγύη
κατεγγύη κατ-εγγύη, ἡ, bail or security given, Dem.

ShortDef

bail

Debugging

Headword:
κατεγγύη
Headword (normalized):
κατεγγύη
Headword (normalized/stripped):
κατεγγυη
IDX:
17433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17450
Key:
kateggu/h

Data

{'content': 'κατεγγύη\n κατ-εγγύη, ἡ,\n bail or security given, Dem.', 'key': 'kateggu/h'}